Απορίες που ζητούν πειστικές απαντήσεις

Άρθρο του Βουλευτή Μαγνησίας του ΠαΣοΚ Κώστα Καρτάλη, σχετικά με την οικονομικοκοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας:

Το 2009 αλλά και το 2010 η αριθμητική ανάλυση των αποτελεσμάτων των εθνικών και των αυτοδιοικητικών εκλογών στη χώρα μας οδήγησε εύκολα στο συμπέρασμα ότι έχουν διαμορφωθεί «βουβές» κοινωνίες, δηλαδή τμήματα της κοινωνίας που δεν συγκινούνται από τα πολιτικά μηνύματα, δεν ανταποκρίνονται στις κομματικές εκδηλώσεις, δεν συμμετέχουν σε πολιτικές δημοσκοπήσεις, αλλά δια της παρουσίας τους στις εκλογές – και κυρίως δια της απουσίας τους από αυτές – διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα.

Το κίνημα των «αγανακτισμένων» αποτυπώνει, σε μία προφανώς από τις πολλές ερμηνείες του, πολίτες που αποφάσισαν να ακουστεί η φωνή τους και μαζί η άποψη τους για το παρόν και το μέλλον. Αν το κίνημα αυτό παραμείνει ακηδεμόνευτο, είναι προς απόδειξη. Όπως προς απόδειξη είναι αν διάθεση του είναι να αλλάξει τελικά η κοινωνία, όπως πιστεύω, αντί να παραμείνει η ίδια.

Είναι όλοι αυτοί οι πολίτες, «αγανακτισμένοι» και μη, που αναζητούν σε όλους τους τόνους μία άλλης μορφής διακυβέρνηση. Πιο κοντά στον πολίτη και στις ανάγκες του. Με δυνατότητες συνδιαμόρφωσης των πολιτικών που τους αφορούν. Με αποθέματα κοινωνικής ευαισθησίας και με αντιστάσεις στις αγορές που ελέγχουν και ορίζουν εθνικές και υπερεθνικές εξελίξεις.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι κανένα μοντέλο διακυβέρνησης δεν έχει τη δυνατότητα να διευθετήσει αποτελεσματικά τα προβλήματα που προκλήθηκαν ή προκαλούνται από το παρωχημένο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Έχουν εν πολλοίς δίκιο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης είναι ένας ανυπέρβλητος στόχος αλλά και ούτε βέβαια ότι ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.

Οι απορίες για το μέλλον της χώρας, αλλά και της κοινωνίας, είναι πολλές και ζητούν, μέσα από ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, πειστικές απαντήσεις.

Η πρώτη απορία αφορά στη σχέση του δημόσιου με το ιδιωτικό. Η απάντηση είναι ότι το κράτος οφείλει να προσφέρει τα δημόσια αγαθά σε επαρκείς ποσότητες (καθολική υπηρεσία), σε υψηλή ποιότητα και με μικρό κόστος. Αυτό σημαίνει δημόσια παροχή, δεν σημαίνει όμως υποχρεωτικά και δημόσια παραγωγή, ούτε βέβαια και σημαίνει αστάθμητες αποκρατικοποιήσεις προς αναζήτηση γρήγορων εσόδων ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις που επικρατούν στην αγορά πιέζοντας τις τιμές προς τα πάνω.

Η δεύτερη απορία επικεντρώνεται στις λεγόμενες «δαπάνες του μέλλοντος», δηλαδή σε αυτές που αναφέρονται στην παιδεία, στην έρευνα, στην καινοτομία, στην οικογενειακή πολιτική. Η απάντηση είναι ότι αν (αυτές οι δαπάνες) παραμεληθούν ή συρρικνωθούν, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να βγούμε από την κρίση με τους αριθμούς αλλά χωρίς τους ανθρώπους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των καθυστερήσεων στην απορρόφηση των κονδυλίων για την έρευνα, γεγονός που οδηγεί στην εντεινόμενη μετανάστευση νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.

Η τρίτη απορία αναφέρεται στο κοινωνικό κράτος και στα ήδη διαβρωμένα, από την κρίση, όρια του. Σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη άποψη που μιλά για συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων για μια (δήθεν) βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η απάντηση είναι ότι κανένα μοντέλο διακυβέρνησης δεν αντέχει αν δεν επιμείνει στο κοινωνικό κράτος και ειδικότερα στα δημόσια αγαθά, την υγεία, την πρόνοια, τον πολιτισμό, το περιβάλλον, την ενέργεια, κ.α. που συνήθως δέχονται πρώτα τις επιθέσεις των αγορών.

Η τέταρτη απορία αφορά στη συζήτηση που ήδη εξελίσσεται στο εξωτερικό για τα νέα δικαιώματα. Η απάντηση είναι ότι τέτοια (νέα) δικαιώματα αφορούν στο ελάχιστο εγγυημένο επίπεδο διαβίωσης, την πλήρη απασχόληση, τη δια βίου γνώση, το νέο σχολείο-πανεπιστήμιο, τη νέα πόλη.

Η πέμπτη απορία είναι αν θα αντέξουμε αλλά και πόσο θα κρατήσει η περίοδος προσαρμογής που έχει ήδη αρχίσει. Η απάντηση είναι ότι ζήσαμε το πρώτο σοκ της κρίσης, αντιμετωπίσαμε τις άμεσες συνέπειες, διαπιστώσαμε τις παθογένειες αλλά και αποτύχαμε να προλάβουμε την περιθωριοποίηση ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Το αν θα αντέξουμε εξαρτάται από τον προγραμματισμό μας για να χειριστούμε μελλοντικές εξελίξεις. Η χώρα δεν μπορεί να κινείται με ορίζοντα διετίας. Είναι άδικο για τους πολίτες και τις θυσίες τους.

Τέλος ως προς το πόσο θα κρατήσει η περίοδος προσαρμογής, μία έντιμη απάντηση είναι ότι ένας μακροχρόνιος – τουλάχιστον – δεκαετής προγραμματισμός οφείλει να οργανωθεί, να συμφωνηθεί με τους πολίτες και να εφαρμοσθεί με επιμονή.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει