Σύριγγες και αργός θάνατος στα Προπύλαια…

του Γιώργου Κανιάρη (Streetpress.gr)
5η μέρα του Σεπτέμβρη, και ώρα 8.00 το βράδυ, κατέβαινα από την οδό Μασσαλίας στην Πανεπιστημίου.

Μεγαλείο…

Ο πεζόδρομος από Ακαδημίας μέχρι την είσοδο του Μετρό » κατειλημμένος » . Κατειλημμένος από νεαρούς και νεαρές, σχεδόν όλοι Ελληνόπαιδες, και λίγοι αλλοδαποί, μπερδεμένοι μεταξύ τους.
Παιδιά όλοι τους. Παιδιά μας. Δεν είχαν αιτήματα. Δεν διαδήλωναν. Νεόφερτοι στον συγκεκριμένο χώρο, από κάποια άλλα «στέκια» των Αθηνών.

Όσοι δεν ήταν ξαπλωμένοι, τρέκλιζαν, φώναζαν, έβριζαν τα θεία, έβριζαν το κράτος, το » μπ……..λο » το Πανεπιστήμιο, τους εαυτούς τους τους ίδιου…

Δεκάδες δεκάδες ή και μικρότερες ομάδες, ή δυο δύο, αλλά και ένας μόνος του, που προσπαθούσε να «βρεί φλέβα», να περάσει την ευτυχία μέσα στο αίμα του.

Αλληλέγγυοι όλοι μεταξύ τους · Τους ενώνουν οι ίδιες αξίες και τα δικά τους ίδια ιδανικά, του δικού τους κόσμου, του κόσμου των εξαρτήσεων.

Ένα νεαρός, προσπαθούσε να συγκρατήσει όρθιο έναν φίλο του που κατέρρεε.

Δύο άλλοι, έτριβαν τους καρπούς των χεριών άλλου φίλου τους, (προφανώς) επιληπτικού. Ένα ζευγάρι αλλοδαπών, τύφλα στο μεθύσι. Και ξαφνικά…. φωνές απ’ το βάθος : «Τρέξτε ρε, ελάτε ρε, η Ελπίδα ‘φεύγει’… «

Μια μικρή κοπελίτσα αδύνατη, ακίνητη, ανέκφραστη. «Έφευγε».

» Πόσο της έδωσες ρε ηλίθιε;» του φώναξε μια άλλη κοπέλα, και ερχόταν επιθετικά πάνω στον φίλο της Ελπίδας.

– » Να καλέσω ασθενοφόρο», είπα σε ένα νεαρό που στεκόταν κάπως στα πόδια του.
– » Τι λες ρε φίλε τώρα..», μου είπε με απαξίωση.

Έφυγα και γω διακριτικά προς την Πανεπιστημίου.

Στη γωνία, τριάντα περίπου αστυνομικοί, διμοιρία ίσως, κάθονταν και αυτοί παρεϊστικα, θα ‘λεγα. Μιλούσαν για ποδόσφαιρο, για υποβιβασμούς, για τα «στημένα».

Απευθύνθηκα σε δυο αστυνομικούς που ήταν λίγο πιο κάτω ξεκομμένοι και δεν συμμετείχαν στις «σοβαρές » συζητήσεις των συναδέλφων τους.

– » Πως κι επιτρέπετε «, τους λέω, » αυτήν την κατάσταση; Να κάνουν χρήση ναρκωτικών μπροστά στα μάτια σας; «
– » Τι λέτε κύριε «, με διέκοψε ο αρχιφύλακας, συνεχίζοντας να παίζει ρυθμικά το κομπολόι του. «Εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με τους ‘συριγγάδες «, ενώ ο νεότερος αστυφύλακας σεβόμενος την ιεραρχία συμφωνούσε εκφραστικά και απορημένα.

Τους άφησα και αυτούς στον κόσμο τους. Άλλωστε, υπηρετούν και αυτοί τα δικά τους ιδανικά, τις δικές τους αξίες. Έτσι πιστεύουν τουλάχιστον.

Άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά του μετρό. Ο συρμός ήρθε. Η ευθεία του με ισορρόπησε. Η Ελπίδα «έφευγε»… Η πολιτεία ήταν εκεί, παρούσα, αλλά μετρούσε τις χάντρες της, με ρυθμό… πιστή στον όρκο της και στην αποστολή της.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει